συμφοινίσσομαι

συμφοινίσσομαι
Α
είμαι το ίδιο κόκκινος με κάποιον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + φοινίσσω «κοκκινίζω, βάφω κόκκινο» (< φοῖνιξ, -ικος «πορφυρό χρώμα»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”